αναπαραγωγός

Greek Monolingual

αναπαράγω
1. αυτός που αναπαράγει, που συντελεί στην αναπαραγωγή
2. το αρσ. ως ουσ. ο αναπαραγωγός
γεωργός ή κτηνοτρόφος που ασχολείται με την αναπαραγωγή φυτών ή ζώων.