ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses
-η, -ο (Μ ἀναπότρεπτος) ἀποτρέπω1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον απομακρύνει ή να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτοτο μοιραίο, ο θάνατος.