αναπότρεπτος

From LSJ

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπότρεπτος) ἀποτρέπω
1. αυτός που δεν μπορεί κάποιος να τον απομακρύνει ή να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπότρεπτο
το μοιραίο, ο θάνατος.