αναρπαγή

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀναρπαγή) αναρπάζω
1. βίαιη και γρήγορη αρπαγή
2. η εκ νέου αρπαγή, ανάκτηση αρπαγμένου πράγματος.