Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αναρπαγή

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

η (Α ἀναρπαγή) αναρπάζω
1. βίαιη και γρήγορη αρπαγή
2. η εκ νέου αρπαγή, ανάκτηση αρπαγμένου πράγματος.