ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
η (Α ἀναρπαγή) αναρπάζω1. βίαιη και γρήγορη αρπαγή2. η εκ νέου αρπαγή, ανάκτηση αρπαγμένου πράγματος.