ερήμωση
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
Greek Monolingual
η (AM ἐρήμωσις) ερημώνω
1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση
2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου
νεοελλ.
(για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση.