ανατυπώνω
From LSJ
Greek Monolingual
(Α ἀνατυπῶ, -όω)
νεοελλ.
ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω
αρχ.
1. σφραγίζω πάλι
2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου.
(Α ἀνατυπῶ, -όω)
νεοελλ.
ξανατυπώνω, επανεκδίδω, αναδημοσιεύω
αρχ.
1. σφραγίζω πάλι
2. σχεδιάζω κάτι στη φαντασία μου.