αναύξητος

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναύξητος, -ον)
1. εκείνος που δεν αυξάνεται
μσν.- νεοελλ.
(Γραμμ.) αναύξητα ρήματα
εκείνα που δεν παίρνουν αύξηση.