ανδρίζω
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
ἀνδρίζω (AM)
μσν.
1. δυναμώνω, ενισχύω
2. μέσ. ἀνδρίζομαι
α) δείχνω ανδρεία
β) αναθαρρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον γενναίο
2. μέσ. α) ανδρώνομαι
β) φέρομαι ως άνδρας
γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα
δ) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -ίζω.
ΠΑΡ. ανδρισμός, αρχ. ανδριστέον, ανδριστί].