Τὰ θνητὰ πάντα μεταβολὰς πολλὰς ἔχει → Mortalium res plurimas capiunt vices → Was sterblich ist, kennt alles viele Umschwünge
ἀνδρίζω (AM)
μσν.
1. δυναμώνω, ενισχύω
2. μέσ. ἀνδρίζομαι
α) δείχνω ανδρεία
β) αναθαρρώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον γενναίο
2. μέσ. α) ανδρώνομαι
β) φέρομαι ως άνδρας
γ) (για γυναίκα) φορώ ανδρικά ενδύματα
δ) συνουσιάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -ίζω.
ΠΑΡ. ανδρισμός, αρχ. ανδριστέον, ανδριστί].