ανδροτής

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek Monolingual

ἀνδροτής, -ῆτος, ἡ (Α)
ανδρική ηλικία, ανδροσύνη, ανδρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός. Στον Όμηρο απαντά τ. αδροτήτα ο οποίος ή αποτελεί κεντρική παραλλαγή του ανδροτήτα ή θα πρέπει να διορθωθεί σε δροτήτα].