ανείμων

From LSJ

Ἡδύ γε σιωπᾶν ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Silentium anteferendum est turpiloquentiae → Schweig lieber, als zu sagen, was sich nicht gehört

Menander, Monostichoi, 221

Greek Monolingual

ἀνείμων, -ον (Α)
γυμνός, χωρίς ενδύματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + είμα «ένδυμα»].