Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
ἀνειλίσσω (Α)ανελίσσω, ξετυλίγω.[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ειλίσσω, ιων. τ. του ελίσσω «στρέφω»].