ανεμοδούρα
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. ο ανεμοδείκτης
2. η ανέμη
3. ο ανεμοστρόβιλος
4. ο άστατος και αλλοπρόσαλλος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανεμοδούριον «ανέμη, ανεμοδείκτης»].
η
1. ο ανεμοδείκτης
2. η ανέμη
3. ο ανεμοστρόβιλος
4. ο άστατος και αλλοπρόσαλλος άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ανεμοδούριον «ανέμη, ανεμοδείκτης»].