ανεμοπόλεμος

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνεμοπόλεμος)
νεοελλ.
η ανεμοπάλη, η θύελλα
μσν.
αψιμαχίες, ακροβολισμοί.