ἀνεμοπόλεμος

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

German (Pape)

[Seite 222] ὁ (Windkrieg), = ἀκροβολισμός, Schol. Soph. Ai. 1109.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοπόλεμος: ὁ, ἐλαφρὰ συμπλοκή, ἀκροβολισμός, τοξασμοὶ καὶ ἀνεμοπόλεμοι Νικ. Χων. εἰς Ἰσαὰκ 1. 6., σ. 494. 24. - ἐπελάσεις ἐξ ἐπιδρομῆς μερικαί, ἴδε Δουκάγγ. ἐν λέξει.

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνεμοπόλεμος)
νεοελλ.
η ανεμοπάλη, η θύελλα
μσν.
αψιμαχίες, ακροβολισμοί.