ανεμόπτερος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
Greek Monolingual
ἀνεμόπτερος, -ον (Μ)
εκείνος που τρέχει γρήγορα όπως ο άνεμος, γοργοκίνητος.
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
ἀνεμόπτερος, -ον (Μ)
εκείνος που τρέχει γρήγορα όπως ο άνεμος, γοργοκίνητος.