ανεμόστροφος
From LSJ
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
Greek Monolingual
ἀνεμόστροφος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που περιδινείται από τον άνεμο.
δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
ἀνεμόστροφος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που περιδινείται από τον άνεμο.