ἀνεμόστροφος

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεμόστροφος Medium diacritics: ἀνεμόστροφος Low diacritics: ανεμόστροφος Capitals: ΑΝΕΜΟΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: anemóstrophos Transliteration B: anemostrophos Transliteration C: anemostrofos Beta Code: a)nemo/strofos

English (LSJ)

ἀνεμόστροφον, whirling with wind, θύελλα prob. for -τρόπῳ in Anacreont.36.14.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεμόστροφος: кружащий(ся) вихрем (θύελλα Anacr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμόστροφος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου ἢ μετὰ τοῦ ἀνέμου περιστρεφόμενος, θύελλα Ἀνακρέοντ. 41 (ὡς ὁ Faber ἀντὶ ἀνεμοτρόπῳ)· ἀνεμοτρόφῳ Σαλμάσ.

Greek Monolingual

ἀνεμόστροφος, -ον (Α)
αυτός που περιστρέφεται, που περιδινείται από τον άνεμο.