ανεμώδης

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

ἀνεμώδης, -ες (AM)
(για χρονικό διάστημα) εκείνος κατά τη διάρκεια του οποίου επικρατούν άνεμοι
αρχ.
1. εκτεθειμένος στους ανέμους, ανεμοδαρμένος
2. ο προκαλούμενος από τους ανέμους
3. εκείνος που προμηνύει άνεμο.