ανεπώνυμος

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει επώνυμο, επίθετο
2. ο ανώνυμος
3. όποιος δεν έχει δικό του τίτλο ευγενείας.