ανημπόρια

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

κ. ανημποριά, η
1. σωματική αδυναμία, αδιαθεσία, εξάντληση
2. οικονομική δυσχέρεια, φτώχεια.