ανθέριξ

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248

Greek Monolingual

ἀνθέριξ, ο (Α) αθήρ η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας
2. το ίδιο το στάχι
3. ο ανθέρικος.