ανθί

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

και άνθι
1. το άνθος ή αυτό που μοιάζει με άνθος σε φυτά μη κοσμητικά ή αρωματικά (π.χ. του πεύκου, του αμπελιού, του αγκαθιού)
2. το ανθάκι της λεμονιάς ή πορτοκαλιάς.