ανθεσίχρως
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek Monolingual
ἀνθεσίχρως, ο, η (Α)
ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός.
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
ἀνθεσίχρως, ο, η (Α)
ζωηρόχρωμος, ποικιλόχρωμος, παρδαλός.