ανθεσφόρος

From LSJ

μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge

Source

Greek Monolingual

ἀνθεσφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ανθοφορεί, λουλουδιασμένος
2. ανθεσφόροι, αι
γυναίκες που γιορτάζουν τα Ανθεσφόρια.