ἀνθεσφόρος

From LSJ

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθεσφόρος Medium diacritics: ἀνθεσφόρος Low diacritics: ανθεσφόρος Capitals: ΑΝΘΕΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: anthesphóros Transliteration B: anthesphoros Transliteration C: anthesforos Beta Code: a)nqesfo/ros

English (LSJ)

ον, bearing flowers, flowery, μῖλαξ E. Ba. 703; λείμακες ἀνθεσφόροι Id. IA 1544.
ἀνθεσφόροι, αἱ, women celebrating the Anthesphoria, Poll. 4.78.

Spanish (DGE)

-ον
1 florido μῖλαξ E.Ba.703, λείμακες E.IA 1544.
2 subst. plu. αἱ ἀνθεσφόροι las Antesforias fiestas en honor de Hera, Poll.4.78.

German (Pape)

[Seite 231] Blumen tragend, λείμακες Eur. I. A. 1544; σμίλαξ Bacch. 703; αἱ ἀνθ., die die Anthesphorien feiernden Frauen, Poll. 4, 78.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des fleurs.
Étymologie: ἄνθος, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθεσφόρος: приносящий цветы или весь в цвету (σμίλαξ Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθεσφόρος: ον (ἄνθος φέρω) ὁ φέρων ἄνθη, ἀνθοφόρος, πλήρης ἀνθέων, σμῖλαξ Εὐρ. Βάκχ. 703· λείμακάς τ’ ἀνθεσφόρους (διορθωθὲν ἐκ χειρογράφων ἀντὶ τοῦ ἀνθηφόρους) ὁ αὐτ. Ι. Α. 1544.

Greek Monolingual

ἀνθεσφόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ανθοφορεί, λουλουδιασμένος
2. ανθεσφόροι, αι
γυναίκες που γιορτάζουν τα Ανθεσφόρια.

Greek Monotonic

ἀνθεσφόρος: -ον (ἄνθος, φέρω), αυτός που κουβαλά λουλούδια, ανθοφόρος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἄνθος, φέρω
bearing flowers, flowering, Eur.