ανθοπαραγωγή

From LSJ

φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur

Menander, Monostichoi, 210

Greek Monolingual

η
παραγωγή λουλουδιών με συστηματική καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος + παραγωγή. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].