ανθοτύρι

From LSJ

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source

Greek Monolingual

το (κ. ανθότυρο κ. αθότυρο) (κ. ανθότυρος, ο)
1. είδος μαλακού εκλεκτού τυριού με πολύ πάχος, ανάλατη μυζήθρα, χλωροτύρι, τροφάλι
2. φρ. «δεν τρώει ο γάιδαρος αθότυρο» — για άνθρωπο ανάξιο που επιδιώκει σπουδαία πράγματα.