μυζήθρα

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

και μυτζήθρα, η (Μ μυζήθρα και μεζήθρα)
γαλακτοκομικό τυροειδές προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από το υπόλοιπο του γάλακτος μετά την πήξη και την παραλαβή του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ζυμήθρα, με αντιμετάθεση τών -ζ- και -μ-].