μυζήθρα

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

και μυτζήθρα, η (Μ μυζήθρα και μεζήθρα)
γαλακτοκομικό τυροειδές προϊόν το οποίο παρασκευάζεται από το υπόλοιπο του γάλακτος μετά την πήξη και την παραλαβή του τυριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ζυμήθρα, με αντιμετάθεση τών -ζ- και -μ-].