ανθρακίτις

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρακῖτις)
νεοελλ.
1. αρρώστια των αμπελιών
2. περιοχή που έχει γαιάνθρακες
αρχ.
είδος καύσιμου άνθρακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ. Η λ. με τη νεοελλ. σημασία της μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς ως απόδοση του γαλλ. anthracuose].