ανθρακωρυχείο

From LSJ

ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Source

Greek Monolingual

το
ορυχείο από το οποίο εξάγονται ορυκτοί άνθρακες (γαιάνθρακες, λιθάνθρακες, λιγνίτες κ.ά.). Τα διάφορα ανθρακωρυχεία χαρακτηρίζονται από το είδος του άνθρακα που εξορύσσεται, σε γαιανθρακωρυχεία, λιγνιτωρυχεία κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + ορυχείο < ορύσσω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα της Κυδερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος (αρχή έκδ. 1833)].