ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills
(Α ἀνθρακώδης, -ες)ανθρακοειδήςνεοελλ.ανθρακοφόρος, ανθρακούχος.