ανθρακώδης
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
(Α ἀνθρακώδης, -ες)
ανθρακοειδής
νεοελλ.
ανθρακοφόρος, ανθρακούχος.
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
(Α ἀνθρακώδης, -ες)
ανθρακοειδής
νεοελλ.
ανθρακοφόρος, ανθρακούχος.