ανθρωπομορφία

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρωπομορφία)
νεοελλ.
η μορφολογική ομοιότητα ορισμένων ζώων ή φυτών προς τον άνθρωπο
αρχ.
η ανθρώπινη μορφή.