ανθρωπομορφία

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρωπομορφία)
νεοελλ.
η μορφολογική ομοιότητα ορισμένων ζώων ή φυτών προς τον άνθρωπο
αρχ.
η ανθρώπινη μορφή.