ανθρωποπλημμύρα
From LSJ
Greek Monolingual
η
ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, κοσμοπλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
η
ανθρωποθάλασσα, λαοθάλασσα, κοσμοπλημμύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + πλημμύρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].