ανισόχρονος

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνισόχρονος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει ίση διάρκεια με κάποιον ή κάτι άλλο
2. (Μετρ.) αυτός που έχει συντεθεί σε άνισους χρόνους.