ανισόψηφος

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει ισάριθμους ψήφους με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνισος + -ψήφος < ψήφος. Η λ. στο ουδ. ανισόψηφον, το μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς].