ανοίκιση

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀνοίκησις)
μετοίκιση, η μεταφορά ανθρώπων από τον τόπο της αρχικής διαμονής τους.