Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ανορθωτής

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

ο (Μ ἀνορθωτής)
αυτός που ανορθώνει κάτι ή κάποιον, ο αναμορφωτής
νεοελλ.
διάταξη που μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.