ανορχία

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

η
η έλλειψη του ενός ή των δύο όρχεων ή (γενικότερα) λειτουργούντος ορχικού ιστού, συγγενής ή επίκτητη (ύστερα από παρωτίτιδα).