παρωτίτιδα

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

η
λοιμώδες μεταδοτικό νόσημα που προσβάλλει τους σιαλογόνους αδένες, με κύρια εντόπιση την παρωτίδα αλλά και, σπανιότερα, το πάγκρεας, τις μήνιγγες, τους όρχεις, το ακουστικό ή το οπτικό νεύρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. parotitis < παρωτίς, -ίδος + κατάλ. -ίτις / -ίτιδα].