λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”
ἀντήνωρ, ο, η (Α) ανήρφρ. «σποδός ἀντήνωρ» — στάχτη αντί για τον άντρα.