αντήνωρ

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source

Greek Monolingual

ἀντήνωρ, ο, η (Α) ανήρ
φρ. «σποδός ἀντήνωρ» — στάχτη αντί για τον άντρα.