αντίκτυπος

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

ο κ. αντίχτυπος (Α ἀντίκτυπος -ον)
νεοελλ.
1. αντήχηση κτύπου
2. απήχηση, ανακλώμενο αποτέλεσμα, συνέπεια
αρχ.
αυτός που αντηχεί.