αντίμοιρος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

ἀντίμοιρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίσο μερίδιο με κάποιον άλλο.