ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox
ἀντίψηφος, -ον (Α)αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.