αντίψηφος

From LSJ

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source

Greek Monolingual

ἀντίψηφος, -ον (Α)
αυτός που ψηφίζει εναντίον κάποιου, που αντιτίθεται σε κάποιον.