αντεπιτίθεμαι
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
(AM ἀντεπιτίθεμαι Α κ. ενεργ. ἀντεπιτίθημι)
κάνω αντεπίθεση, επιτίθεμαι κι εγώ εναντίον εχθρού ο οποίος μου έχει επιτεθεί
αρχ.
(-μι)
1. θέτω και εγώ επάνω
2. στέλνω απαντητική επιστολή.