αντηλιά
From LSJ
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
η αντήλιος
1. η ανάκλαση των ηλιακών ακτινών από στιλπνή επιφάνεια, τοίχο ή από το έδαφος
2. τόπος που τον χτυπά ο ήλιος.