αντιήρωας

From LSJ

Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau

Menander, Monostichoi, 413

Greek Monolingual

ο, θηλ. αντιηρωίδα
λογοτ. αρνητικός χαρακτήρας, αρνητικό πρόσωπο.