αντιζηλία

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντιζηλία)
1. η αμοιβαία αντίθεση μεταξύ ατόμων που διεκδικούν το ίδιο πράγμα
2. ο ανταγωνισμός.