αντιθάλαμος

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

ο
προθάλαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου ως απόδοση του γαλλικού anti-chambre).