αντιλοιδορώ

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source

Greek Monolingual

ἀντιλοιδορῶ (-έω) κ. –οῦμαι (Α)
ανταποδίδω τη λοιδορία σε κάποιον.