αντιμισώ

From LSJ

οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks

Source

Greek Monolingual

ἀντιμισῶ (-έω) (Α)
ανταποδίδω το μίσος κάποιου προς εμένα.