ἀντιτυπής
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ἀντιτυπές,
A resisting, repellent, Hdn.6.7.7; συγκρίσεις Epicur.Nat.2.9; of αἴσθησις, Stoic.2.115.
2 metaph., hard, Alex.Aphr. de An.125.9; ἀ. καὶ στερρὸν ὁ πόνος Ph.2.162.
II of sounds, clashing, dissonant, D.H.Comp.22, al.
Spanish (DGE)
-ές
1 compacto, denso, macizo συγκρίσεις Epicur.Fr.[23] 49.29, de un río helado τὸ ῥεῖθρον Hdn.6.7.7
•subst. resistencia τὸ ἀντιτυπὲς αὐτῇ διδόασι Chrysipp.Stoic.2.115.
2 fig. duro πικρὸν δὲ καὶ ἀντιτυπὲς καὶ σκληρὸν ὁ πόνος Ph.2.162, cf. Alex.Aphr.de An.125.9.
Greek Monolingual
ἀντιτυπής, -ές (Α) αντιτύπτω
1. αυτός που απωθεί, που αντικρούει κάτι
2. σκληρός, τραχύς.
German (Pape)
ές, zurückstoßend, widerstehend, Sp.